Ο τρίτος τομέας αποτελεί ένα άκρως ελπιδοφόρο πεδίο για την αντιμετώπιση προβλημάτων που απορρέουν από την πρόσφατη εξέλιξη των κοινωνικών και οικονομικών συστημάτων. Η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει ότι οι οργανώσεις της Κοινωνικής Οικονομίας είναι σε θέση να παρέχουν «ευφυείς» λύσεις στις κοινωνικές και άλλες ανάγκες σε τοπική/εθνική κλίμακα που δεν καλύπτονται από το κράτος ή την αγορά. Σε όλες τις χώρες που λειτουργεί, η κοινωνική οικονομία ή «οικονομία της αλληλεγγύης» εξυπηρετεί πρωτίστως τα άτομα που αναζητούν πρακτικές και άμεσες απαντήσεις στις δυσκολίες της καθημερινής ζωής με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι (απασχόληση, διατροφή, υγεία, οικονομική αβεβαιότητα, στέγη, κ.α.). Οι οργανώσεις της κοινωνικής οικονομίας δεν εξυπηρετούν πρωτίστως το κέρδος, αλλά την ανάπτυξη των ατόμων της κοινότητας. Σε πολλές περιπτώσεις, η ανάδυση της κοινωνικής οικονομίας προμηνύει την αναδιοργάνωση ορισμένων μηχανισμών κοινωνικής αλληλεγγύης που κινδυνεύουν από τους περιορισμούς των δημόσιων προϋπολογισμών. Παράλληλα, σε μία περίοδο κρίσης στην αγορά εργασίας, ο τρίτος τομέας αποτελεί μια δυνητική πηγή απασχόλησης, ιδιαίτερα για τα άτομα που βρίσκονται ή κινδυνεύουν από κοινωνικό και εργασιακό αποκλεισμό.
Η κοινωνική οικονομία ορίζεται ως ο χώρος της οικονομίας που βρίσκεται ανάμεσα στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα της οικονομίας και στον οποίο διεξάγονται οικονομικές δραστηριότητες με κοινωνικούς σκοπούς και στόχους. Η κοινωνική οικονομία αποτελείται από οικονομικές δραστηριότητες επιχειρήσεων, φορέων και οργανισμών των οποίων η ηθική, ο τρόπος λειτουργίας και οι στόχοι συνοψίζονται στα παρακάτω σημεία:
- Δραστηριοποίηση με στόχο την εξυπηρέτηση των μελών τους ή το συλλογικό όφελος,
- Διαχειριστική αυτονομία,
- Δημοκρατικές διαδικασίες αποφάσεων,
- Ανάπτυξη με προτεραιότητα τις ανάγκες των ανθρώπων και της απασχόλησης.
Με βάση τις προηγούμενες αναφορές προκύπτουν οι εξής σημαντικές παρατηρήσεις:
- Τα κέρδη από την οικονομική δραστηριότητα των κοινωνικών επιχειρήσεων αξιοποιούνται για τη βελτίωση της εν λόγω δραστηριότητας και δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση το βασικό κίνητρο της επιχειρηματικής δραστηριότητας,
- Οι φορείς-οργανώσεις και επιχειρήσεις της κοινωνικής οικονομίας υπερτερούν σημαντικά των δημόσιων φορέων και υπηρεσιών σε θέματα ευελιξίας και διαχειριστικής λειτουργίας,
- Η αναφορά στις δημοκρατικές διαδικασίες στο πλαίσιο των οργάνων και μηχανισμών λήψης αποφάσεων παραπέμπει στην αρχή του «ένα άτομο–μία ψήφος». Η συμμετοχή στις αποφάσεις της κοινωνικής επιχείρησης δεν προϋποθέτει την κατοχή τίτλων ιδιοκτησίας,
- Ιδιαίτερη προσοχή αποδίδεται στους ανθρώπους και στην ποιότητα/σταθερότητα των θέσεων εργασίας.
Επομένως, η κοινωνική οικονομία αποτελεί μια ενεργητική παρέμβαση που εξελίσσεται στο πλαίσιο των αγορών και της κοινωνίας γενικότερα και που ανεξάρτητα από τη νομική υπόσταση των φορέων της σχετίζεται με την αρχή της δημοκρατικής οργάνωσης, στηρίζεται σε μια ευρεία κοινωνική βάση, υιοθετεί συλλογικά κριτήρια κατανομής κερδών, αναπτύσσει μια ιδιαίτερη σχέση αλληλεγγύης με το περιβάλλον της και προωθεί την κοινωνική συνοχή. Οι οργανισμοί της κοινωνικής οικονομίας δημιουργούν θέσεις απασχόλησης σύμφωνα με τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (εργασιακή ενσωμάτωση των κοινωνικών ομάδων, που είναι αποκλεισμένες από την αγορά εργασίας), ενώ σε πολλές περιπτώσεις παρέχουν κοινωφελείς υπηρεσίες.
Σε γενικές γραμμές, η κοινωνική οικονομία συνδέεται ή δραστηριοποιείται στα παρακάτω πεδία:
- Κοινωνική ενσωμάτωση,
- Τοπική ανάπτυξη,
- Βιώσιμη ανάπτυξη
- Πρόληψη κοινωνικών ανισοτήτων
- Ενίσχυση του κοινωνικού ιστού και ενδυνάμωση του κοινωνικού κεφαλαίου
- Ανάπτυξη δημοκρατικών και συμμετοχικών δομών.
Στις περισσότερες βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες, οι οργανισμοί και οι επιχειρήσεις της κοινωνικής οικονομίας ομαδοποιούνται στις εξής κατηγορίες:
- Συνεταιριστικές επιχειρήσεις,
- Κοινωνίες αλληλοβοήθειας,
- Σωματεία ή οργανισμοί που ονομάζονται γενικά «ενώσεις.
Στην Ελλάδα, οι φορείς του «τρίτου τομέα» έχουν κυρίως τη μορφή του Σωματείου, λόγω του ισχύοντος νομικού πλαισίου, το οποίο είναι ιδιαίτερα δύσκαμπτο στις άλλες νομικές μορφές. Επίσης διαδεδομένες μορφές αποτελούν οι Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις, οι Αστικές Μη-Κερδοσκοπικές Εταιρείες και ειδικώς αναγνωρισμένα Φιλανθρωπικά σωματεία. Τέλος, συναντώνται σε μικρότερο αριθμό τα Κοινωφελή Ιδρύματα, τα Ιδρύματα, οι Αστικοί Συνεταιρισμοί, οι Αγροτουριστικοί Συνεταιρισμοί Περιορισμένης Ευθύνης και οι Ομάδες Πρωτοβουλίας ή οι Άτυπες Ενώσεις Προσώπων.
Ένας άλλος τρόπος προσέγγισης της κοινωνικής οικονομίας είναι να δοθεί έμφαση στις κοινές αρχές που διέπουν τους οργανισμούς που δραστηριοποιούνται στον «τρίτο τομέα». Στόχος των προσπαθειών είναι να αναδειχθούν οι λόγοι και η μεθοδολογία που χρησιμοποιούν επιχειρήσεις και οργανισμοί για την εξυπηρέτηση κοινωνικών σκοπών, που τις διακρίνουν από τους οργανισμούς του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.
Κατά συνέπεια, η κοινωνική οικονομία διέπεται από τις ακόλουθες αρχές:
- Δραστηριοποίηση με στόχο την εξυπηρέτηση των μελών τους ή το συλλογικό όφελος. Οι δραστηριότητες που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο της Κοινωνικής Οικονομίας θα πρέπει να αποσκοπούν στην παροχή υπηρεσιών προς τα μέλη τους ή την ευρύτερη κοινότητα και δεν θα πρέπει να επιδιώκουν την απόδοση των κεφαλαίων.
- Διαχειριστική αυτονομία, σύμφωνα με την οποία η Κοινωνική Οικονομία διακρίνεται από την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών του δημόσιου τομέα.
- Δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων, σύμφωνα με τις οποίες η θέση του ατόμου ως μέλος και η συμμετοχή του στη διαδικασία λήψης αποφάσεων δεν επηρεάζονται από το μερίδιο κεφαλαίου που έχει.
- Ανάπτυξη με προτεραιότητα τις ανάγκες των ανθρώπων και της απασχόλησης, περιλαμβάνοντας ένα σύνολο πρακτικών όπως: περιορισμένη αποδοτικότητα κεφαλαίου, ενδυνάμωση απασχολούμενων και μελών, δημιουργία αποθεματικού για την ανάπτυξη της επιχείρησης κ.λπ.
Ολίβια Κυριακίδου
Επίκουρη Καθηγήτρια Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών
Διευθύντρια της Μονάδας Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας