rejoin cam

Αρκετές φορές παρατηρείται στην πράξη το φαινόμενο της τοποθέτησης και της λειτουργίας εικονοληπτικών μηχανών (καμερών παρακολούθησης) σε χώρους εργασίας, με τις οποίες είναι δυνατόν να επιτυγχάνεται η επιτήρηση / παρακολούθηση και ο έλεγχος της συμπεριφοράς και της αποδοτικότητας των εργαζομένων. Στην περίπτωση αυτή ευλόγως τίθεται το ερώτημα εάν η χρήση συστημάτων βιντεοεπιτήρηρης σε τέτοιους χώρους είναι επιτρεπτή, σε περίπτωση δε θετικής απάντησης τηρουμένων ποιων προϋποθέσεων κρίνεται το επιτρεπτό και νόμιμο της χρήσης αυτών;

Καταρχάς είναι αναγκαίο να σημειωθεί ότι η λειτουργία συστήματος βιντεοεπιτήρησης σε χώρους εργασίας και η μέσω αυτού λήψη δεδομένων εικόνας και ήχου εργαζομένου συνιστά περιορισμό του ατομικού δικαιώματος προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών δεδομένων, όπως το εν λόγω δικαίωμα συνταγματικώς κατοχυρώνεται στο άρθρο 9Α του Συντάγματος.

Καθόσον δε η λήψη, η αποθήκευση και η επεξεργασία δεδομένων εικόνας και ήχου ατόμου στον χώρο και κατά τον χρόνο παροχής της εργασίας του μέσω σύστηματος βιντεοεπιτήρησης, που λειτουργεί μόνιμα, συνεχώς ή κατά τακτά χρονικά διαστήματα στον χώρο εργασίας του, αποτελεί σαφώς επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα δίνει ο Ν. 2472/1997 για την «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα».

Πέραν αυτού στην προκειμένη περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής και η εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 19 παρ. 1 του ανωτέρω νόμου, υπ’ αριθμ. 1/2011 οδηγία της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα περί της «Χρήσης συστημάτων βιντεοεπιτήρησης για την προστασία προσώπων και αγαθών». Tόσο στον Ν. 2472/1997, όσο και στην ανωτέρω εκδοθείσα υπ’ αριθμ. 1/2011 οδηγία της Αρχής εντοπίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες κρίνεται ανεκτός ο περιορισμός του ανωτέρω συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος.

Όπως καθίσταται σαφές από το πνεύμα του ανωτέρω νόμου, βασική προϋπόθεση για τη νομιμότητα της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων είναι η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας υπό την έννοια ότι τα συλλεγόμενα δεδομένα πρέπει να είναι αναγκαία και πρόσφορα για τον επιδιωκόμενο σκοπό, ο οποίος θα πρέπει να μην δύναται να επιτευχθεί με ηπιότερα μέσα. Στα πλαίσια αυτά ορίζεται ειδικότερα ότι η λήψη δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μέσω συστημάτων βιντεοεπιτήρησης απαιτείται να γίνεται μετά από ουσιαστική αξιολόγηση της αναγκαιότητας της βιντεοεπιτήρησης σε σχέση α. με τον κίνδυνο που ο υπεύθυνος επεξεργασίας επιδιώκει να αντιμετωπίσει και β. με το μέγεθος της επίπτωσης στην ιδιωτική ζωή των προσώπων που αφορά, ενώ σε κάθε περίπτωση η εν λόγω αξιολόγηση πρέπει να περιλαμβάνει και τη διερεύνηση ηπιότερων μέσων ασφάλειας προσώπων και αγαθών. Ως ηπιότερα νοούνται τα μέσα που είναι εξίσου αποτελεσματικά, αλλά λιγότερο επαχθή για το άτομο.

Περαιτέρω ορίζεται ότι τα σημεία εγκατάστασης των καμερών και ο τρόπος λήψης των δεδομένων πρέπει να προσδιορίζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε τα δεδομένα που συλλέγονται να μην είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως αναγκαία για την εκπλήρωση του σκοπού της επεξεργασίας και να μην θίγονται τα θεμελιώδη δικαιώματα των προσώπων που ευρίσκονται στον χώρο που επιτηρείται και ιδίως να μην παραβιάζεται αυτό το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως «νόμιμη προσδοκία κάποιου βαθμού προστασίας της ιδιωτικής ζωής» σε κάποιο χώρο.

Υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας η υπ’ αριθμ. 1/2011 οδηγία (άρθρο 7) απαγορεύει ρητά τη χρησιμοποίηση συστήματος βιντεοεπιτήρησης σε χώρους εργασίας για τον σκοπό επιτήρησης των εργαζομένων εντός των χώρων αυτών, ορίζοντας περαιτέρω ότι απαγορεύεται ρητά και η χρησιμοποίηση των δεδομένων που τυχόν έχουν συλλεγεί μέσω συστήματος βιντεοεπιτήρησης ως αποκλειστικά κριτήρια για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς και της αποδοτικότητας των εργαζομένων.

Ωστόσο επιτρέπεται η χρησιμοποίηση εικονοληπτικών μηχανών σε χώρους εργασίας στην περίπτωση που αυτή δικαιολογείται από τη φύση και τις συνθήκες εργασίας και είναι απαραίτητο για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων ή την προστασία κρίσιμων χώρων εργασίας (π.χ. στρατιωτικά εργοστάσια, τράπεζες, εγκαταστάσεις υψηλού κινδύνου).

Για παράδειγμα, σε έναν τυπικό χώρο γραφείων επιχείρησης η βιντεοεπιτήρηση πρέπει να περιορίζεται σε χώρους εισόδου και εξόδου χωρίς να επιτηρούνται συγκεκριμένες αίθουσες γραφείων ή διάδρομοι. Εξαίρεση μπορεί να αποτελούν συγκεκριμένοι χώροι, όπως ταμεία ή χώροι με χρηματοκιβώτια, ηλεκτρομηχανολογικό εξοπλισμό κ.λπ., υπό τον όρο ότι οι κάμερες εστιάζουν στο αγαθό που προστατεύουν και όχι στους χώρους των εργαζομένων.

Επίσης, σε ειδικούς χώρους, όπως χώροι με ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις, ο υπεύθυνος βάρδιας ή ο υπεύθυνος ασφαλείας μπορεί να παρακολουθεί σε πραγματικό χρόνο τους χειριστές μηχανημάτων υψηλής επικινδυνότητας με σκοπό να επέμβει άμεσα αν συμβεί κάποιο περιστατικό ασφαλείας.

Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να διευκρινίσουμε ότι, γενικώς η επεξεργασία δεδομένων εικόνας ή/και ήχου που πραγματοποιείται μέσω εικονοληπτικών μηχανών είναι νόμιμη μόνο στην περίπτωση που έχει αυτή ως σκοπό την προστασία προσώπων και αγαθών, όπως ο εν λόγω σκοπός δικαιολογείται από το έννομο συμφέρον ή τη νομική υποχρέωση του ιδιοκτήτη ή διαχειριστή του χώρου να προστατεύσει τον χώρο και τα αγαθά που ευρίσκονται στον χώρο αυτό από παράνομες πράξεις καθώς και να εξασφαλίσει την ασφάλεια της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της υγείας και της περιουσίας τρίτων που νομίμως ευρίσκονται στον επιτηρούμενο χώρο.

Αναφορικά δε με τις προϋποθέσεις που πρέπει να τηρηθούν σε περίπτωση που, κατά τα ανωτέρω, επιτρέπεται η εγκατάσταση εικονοληπτικών μηχανών στον χώρο εργασίας, πρέπει να ειπωθεί ότι πριν την έναρξη οποιασδήποτε λήψης και επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων εικόνας και ήχου εργαζομένων ο εργοδότης  υποχρεούται να γνωστοποιήσει εγγράφως στην Αρχή την εγκατάσταση στον χώρο εργασίας εικονοληπτικών μηχανών (άρθρο 6 Ν. 2472/1997, άρθρο 10 υπ’ αριθμ. 1/2011 οδηγίας), εκθέτοντας συνάμα τον σκοπό που επιδιώκει μέσω της εν λόγω επεξεργασίας, το είδος των δεδομένων που προτίθεται να συλλέξει και τους αποδέκτες της επεξεργασίας. Σε κάθε περίπτωση ο επιδιωκόμενος με την επεξεργασία σκοπός πρέπει να είναι συγκεκριμένος και επαρκώς αιτιολογημένος, ώστε να καθίσταται σαφές ότι η επεξεργασία είναι πρόσφορη και αναγκαία και ότι έχουν ληφθεί υπόψη οι επιπτώσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων που επιδιώκεται να ληφθούν.

Πέραν αυτού ο εργοδότης έχει υποχρέωση να ενημερώνει με εμφανή και κατανοητό τρόπο κάθε πρόσωπο που πρόκειται να εισέλθει στην εμβέλεια του συστήματος βιντεοεπιτήρησης περί του ότι αυτός εισέρχεται σε χώρο που βιντεοσκοπείται. Προς τούτο πρέπει ο εργοδότης  να φροντίσει για την ανάρτηση εντός του χώρου εργασίας σε επαρκή αριθμό και εμφανές μέρος ευδιάκριτων πινακίδων, οι οποίες θα εξασφαλίζουν ότι όποιο φυσικό πρόσωπο εισέρχεται στον υπό επιτήρηση χώρο έχει ενημερωθεί πριν την είσοδό του σε αυτόν.

Περαιτέρω, να σημειωθεί ότι, όπως διευκρινίζεται από την ανωτέρω οδηγία (άρθρο 6), απαγορεύεται η εγκατάσταση συστήματος βιντεοεπιτήρησης σε χώρους όπου θεωρείται ότι αυτή προσβάλλει τον σκληρό πυρήνα του δικαιώματος στην προστασία της ιδιωτικής ζωής. Ειδικότερα, ο εργοδότης δεν επιτρέπεται σε καμιά περίπτωση να λαμβάνει εικόνα από χώρους στους οποίους τα υποκείμενα των δεδομένων έχουν αυξημένες προσδοκίες για την ιδιωτικότητά τους, όπως από α. χώρους και προθαλάμους τουαλετών ανεξάρτητα του είδους της επιχείρησης ή του φορέα όπου βρίσκονται οι χώροι αυτοί και β. αποδυτήρια και λουτρά προσωπικού ή πελατών. Ειδικά για την αποφυγή κλοπών ο εργοδότης οφείλει να εξετάσει τη λήψη εναλλακτικών και ηπιότερων μέτρων προς τον σκοπό εξυπηρέτησης του εκ μέρους του επιδιωκόμενου σκοπού, όπως τη χρήση ερμαρίων που κλειδώνουν ή διαχωρισμένων χώρων φύλαξης.

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί ο εργοδότης να τοποθετήσει σύστημα βιντεοεπιτήρησης με το οποίο είναι δυνατή η λήψη δεδομένων ήχου και μόνον αφότου προηγουμένως ο ίδιος προβεί σε ειδική αιτιολόγηση του μέτρου αυτού και η Αρχή το κρίνει ως απολύτως απαραίτητο για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού (π.χ. επιτρεπτή η τοποθέτηση και λειτουργία συσκευών λήψης και μετάδοσης ήχου σε δωμάτιο νοσοκομείου ή ιδρύματος όπου φιλοξενούνται βρέφη, επειδή δεν υπάρχει δυνατότητα συνεχούς παρουσίας αρμόδιου προσωπικού στο συγκεκριμένο δωμάτιο και επειδή θα πρέπει να υπάρξει άμεση επέμβαση σε περίπτωση που ακουστεί η φωνή / το κλάμα ενός βρέφους).

Περαιτέρω, επιτρέπεται στον εργοδότη να τοποθετήσει στον χώρο εργασίας κάμερες με δυνατότητα στρέψης (στριψίματος) και εστίασης μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες απαιτείται η παρακολούθηση κινήσεων φυσικών προσώπων σε πραγματικό χρόνο προκειμένου για την άμεση επέμβαση προς αποτροπή κάποιου συμβάντος (π.χ. νυχτερινή ασφάλεια σε μεγάλους χώρους, όπως εργοστάσια, αποθήκες κ.ά.) και εφόσον έχουν ληφθεί όλα τα απαιτούμενα τεχνικά μέτρα για τον περιορισμό της περιοχής λήψης στην απολύτως απαραίτητη (π.χ. με χρήση της λειτουργίας απόκρυψης περιοχών / λειτουργία «μάσκας»).

Πέραν των ανωτέρω, η ως άνω οδηγία θέτει περιορισμό αναφορικά με τον επιτρεπόμενο χρόνο τήρησης εκ μέρους του εργοδότη των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που ελήφθησαν μέσω εικονοληπτικών μηχανών.

Ειδικότερα, όπως ορίζεται (άρθρο 8), τα δεδομένα πρέπει να καταστρέφονται το αργότερο μέσα σε 15 εργάσιμες ημέρες αν από τα ληφθέντα δεδομένα δεν προκύπτει επέλευση συμβάντος που εμπίπτει στον επιδιωκόμενο σκοπό. Σε περίπτωση δε επέλευσης του συμβάντος (π.χ. κλοπή, ληστεία, ξυλοδαρμός) σε βάρος του προσώπου ή των αγαθών, για την προστασία των οποίων τοποθετήθηκαν στον χώρο κάμερες παρακολούθησης, ο εργοδότης επιτρέπεται να τηρεί τις εικόνες στις οποίες έχει καταγραφεί το συγκεκριμένο συμβάν σε χωριστό αρχείο για 30 ημέρες. Σε περίπτωση που το συμβάν αφορά τρίτον, ο εργοδότης επιτρέπεται να τηρεί τις εικόνες για 3 μήνες, ενώ, αν αυτό αφορά τον ίδιο τον εργοδότη και χρήζει περαιτέρω διερεύνησης (π.χ. διερεύνηση απάτης ή διαφθοράς στο πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου μίας τράπεζας), αυτός έχει υποχρέωση να γνωστοποιήσει στην Αρχή το αναγκαίο χρονικό διάστημα τήρησης των εικόνων.

Τέλος, είναι αναγκαίο να αναφέρουμε ότι σε περίπτωση μη τήρησης εκ μέρους του εργοδότη των ανωτέρω τιθέμενων προϋποθέσεων νόμιμης εγκατάστασης και λειτουργίας συστημάτων βιντεοεπιτήρησης στον χώρο εργασίας ο εργαζόμενος μπορεί να καταγγείλει αυτές ενώπιον της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η οποία με τη σειρά της, και έχοντας προηγουμένως διαπιστώσει τις εν λόγω παραβάσεις, μπορεί να επιβάλει στον παραβάτη εργοδότη τις διοικητικές κυρώσεις που προβλέπει το άρθρο 21 του Ν. 2472/1997, μεταξύ των οποίων αναφέρεται η επιβολή προστίμου στον παραβάτη εκ ποσού από 880,41 ευρώ έως 146.735,14 ευρώ, καταστροφή αρχείου ή διακοπή επεξεργασίας και καταστροφή, επιστροφή ή κλείδωμα (δέσμευση) των σχετικών δεδομένων κ.λπ.

Πέραν του ανωτέρω, σε περίπτωση παράνομης λειτουργίας εικονοληπτικών μηχανών στον χώρο εργασίας ο εργαζόμενος μπορεί να στραφεί κατά του εργοδότη του ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, αξιώνοντας χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης σύμφωνα με το άρθρο 23 του Ν. 2472/1997, όπου η ηθική βλάβη, που μπορεί να επιδικαστεί, ορίζεται κατ’ ελάχιστον στο ποσό των 5.869,40 ευρώ, εκτός εάν ζητηθεί από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια του παραβάτη. Και τούτο διότι η μη τήρηση ή η μη συνδρομή μίας οποιασδήποτε από τις παραπάνω προϋποθέσεις καθιστά παράνομη τη διά κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης και κάμερας λήψη και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εργαζομένου, όπως μεταξύ άλλων είναι και η εικόνα του, ως προσβάλλουσα το δικαίωμα της προσωπικότητάς του με αποτέλεσμα να δικαιούται αυτός, κατά το άρθρο 57 του Αστικού Κώδικα, να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του, η οποία προϋποθέτει υπαιτιότητα του προσβάλλοντος.


Γιάννης Καρούζος,

Δικηγόρος – εργατολόγος
www.dikigorosergatologos.gr

Μοιραστείτε το

Submit to DeliciousSubmit to DiggSubmit to FacebookSubmit to Google PlusSubmit to StumbleuponSubmit to TechnoratiSubmit to TwitterSubmit to LinkedIn