Υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί λόγοι για τους οποίους επιλέγει κάποιος να κάνει μεταπτυχιακές σπουδές. Πολλοί θεωρούν ένα μεταπτυχιακό τον προθάλαμο της επαγγελματικής τους καριέρας, ή το κλειδί που θα ανοίξει τις θύρες των επαγγελματικών προοπτικών πιο εύκολα και πιο γρήγορα. Άλλοι αποφασίζουν να προχωρήσουν σε μεταπτυχιακές σπουδές έχοντας ήδη διαγράψει μία κάποια πορεία στον επαγγελματικό στίβο, επενδύοντας στην ταχύτερη ανέλκυσή τους στην εταιρική κλίμακα και επιδιώκοντας περαιτέρω εξειδίκευση στον τομέα τους ή μία στροφή 180 μοιρών στην καριέρα τους.
Ποια αντιμετώπιση είναι η ορθότερη; Πότε επωφελείται περισσότερο ο μελλοντικός απόφοιτος; Τι ζητούν τα πανεπιστήμια και τι η αγορά εργασίας σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα;
Η γνώμη μας είναι ότι σε αυτό το ερώτημα δεν υπάρχει σωστή και λάθος απάντηση. Το ζητούμενο με ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα είναι, μεταξύ άλλων, να αποκομίσει ο υποψήφιος εκείνα τα εφόδια και τις γνώσεις ώστε να πετύχει τους στόχους του. Εάν ο στόχος του είναι να ενισχύσει και να πλαισιώσει τις βασικές του σπουδές με ένα πιο εξειδικευμένο ή συμπληρωματικό μεταπτυχιακό τίτλο, ώστε να έχει μία καλύτερη και ευνοϊκότερη εκκίνηση στην επαγγελματική του καριέρα, τότε καλώς κάνει και συνεχίζει τις σπουδές του σε μεταπτυχιακό επίπεδο απευθείας μετά την απόκτηση του βασικού πτυχίου. Εάν η ίδια η καριέρα του και η πορεία του στην αγορά εργασίας τον έχουν οδηγήσει στο σημείο όπου είτε από επιλογή είτε από αναγκαιότητα είτε και από τα δύο χρειάζεται περαιτέρω εξειδίκευση ή ενίσχυση και βελτίωση των γνώσεών του πάνω στο αντικείμενό του, τότε ποτέ δεν είναι αργά για να επιστρέψει κανείς στα θρανία.
Παράλληλα με το ερώτημα που εξετάζουμε σε αυτό το άρθρο, το θέμα της ύπαρξης επαγγελματικής εμπειρίας συναντάται συχνότατα σε σχέση με ένα συγκεκριμένο τύπο μεταπτυχιακού προγράμματος: του ΜΒΑ ή Master in Business Administration. Η συντριπτική πλειοψηφία των προγραμμάτων ΜΒΑ μέχρι και πριν από λίγα χρόνια απαιτούσε το λιγότερο 3 χρόνια επαγγελματικής εμπειρίας πλήρους απασχόλησης μετά την απόκτηση βασικού πτυχίου, ώστε έστω να αξιολογήσει την όποια αίτηση. Ωστόσο, σταδιακά αυτό το προαπαιτούμενο έχει αρχίσει να παρουσιάζει παραλλαγές.
Σήμερα προσφέρονται ΜΒΑs τα οποία δέχονται φοιτητές κατευθείαν μετά το βασικό πτυχίο ή με 1 έτος επαγγελματικής εμπειρίας. Σε πολλά γίνονται πια δεκτές και οι περίοδοι καλοκαιρινής ή part-time εργασίας, ακόμα και κατά τη διάρκεια της βασικής φοίτησης. Ακόμα και ορισμένα από τα πιο απαιτητικά προγράμματα έχουν μειώσει το ελάχιστο όριο που δέχονται στα 2 αντί για 3 χρόνια. Άλλα όμως, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν έχουν καταστεί μειοψηφία, συνεχίζουν να απαιτούν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά όσον αφορά την επαγγελματική εμπειρία και σε ποιοτικό, αλλά και σε ποσοτικό επίπεδο.
Το σκεπτικό πίσω από αυτό το προαπαιτούμενο σχετίζεται με τον τρόπο διδασκαλίας και τη μαθησιακή διαδικασία σε ένα ΜΒΑ. Όντας ο πιο απαιτητικός και εξελιγμένος τίτλος στο χώρο της διοίκησης επιχειρήσεων, το ΜΒΑ βασίζει το περιεχόμενό του κυρίως στις εμπειρίες και στην ποικιλία επαγγελματικών υποβάθρων των συμμετεχόντων. Το ΜΒΑ είναι ένα πρόγραμμα που εκπαιδεύει νυν και μελλοντικούς managers. Για να φτάσει κάποιος να διοικήσει ένα τμήμα ή μία εταιρία σαφώς πρέπει να έχει αποκτήσει την απαιτούμενη ειδική και γενική εμπειρία. Επομένως, αυτή η αποκτηθείσα εμπειρία μπορεί να είναι η γνώση που λείπει από άλλους στο πρόγραμμα και ο καλύτερος τρόπος για να μεταλαμπαδευθεί είναι άμεσα μέσω της συνεργασίας και της ανταλλαγής απόψεων μεταξύ των συμμετεχόντων. Παράλληλα, σε ένα πρόγραμμα ΜΒΑ, ο ρυθμός και το επίπεδο παρουσίασης και ανάλυσης της διδακτέας ύλης είναι πολύ πιο απαιτητικά και περίπλοκα, ακριβώς επειδή πολλά θέματα θεωρούνται ήδη γνωστά από άτομα με αρκετά χρόνια εργασιακής εμπειρίας ή επειδή σε επίπεδο management δεν απαιτούνται οι ίδιες γνωστικές λεπτομέρειες από ότι σε entry level.
Συμπερασματικά, ένας φοιτητής που δεν έχει ίχνος τριβής μέσα σε ένα εργασιακό περιβάλλον, εάν βρεθεί μέσα σε μία τάξη ΜΒΑ όπου ο μέσος όρος ετών εργασιακής εμπειρίας αγγίζει τα 6 χρόνια, δεν θα μπορέσει να προσφέρει τα αναμενόμενα στους συμφοιτητές του και διαταράσσει την αλυσίδα ανταλλαγής γνώσεων και εμπειριών, άρα και το σύστημα διδασκαλίας του ίδιου του προγράμματος. Επιπρόσθετα, ούτε ο ίδιος θα μπορέσει να ακολουθήσει τους ρυθμούς διδασκαλίας ή να ανταποκριθεί και να μπορέσει να αποκομίσει τα μέγιστα από τη συνεργασία του με τους υπόλοιπους. Για αυτούς τους λόγους, επιγραμματικά, τα προγράμματα ΜΒΑ επιμένουν στο εν λόγω θέμα.
Εν κατακλείδι, το ΜΒΑ προτείνεται όταν ένας υποψήφιος έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 2 χρόνια εργασιακής εμπειρίας, χωρίς πάλι αυτό το απόλυτο νούμερο να εξασφαλίζει τη συμβατότητα του υποψηφίου με το πρόγραμμα, ούτε, βεβαίως, την επιτυχία της αίτησης. Πότε θα μπορούσε ένας υποψήφιος να προσπαθήσει για ένα ΜΒΑ έχοντας καθόλου ή ελάχιστη εργασιακή εμπειρία; Αυτό είναι κάτι που μπορεί να απαντηθεί μόνο ανά περίπτωση, καθώς πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις. Ωστόσο, ο γενικός κανόνας λέει ότι το ΜΒΑ μπορεί να προσφέρει αυτά που αναζητά ένας υποψήφιος μόνο όταν ο τελευταίος είναι σε θέση να προσφέρει και ο ίδιος αυτά που προαπαιτεί το πρόγραμμα.
Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ΜΒΑ
Education Consultant-Director of Admitted,
Education Consultants and Advisors