Αρκετά χρόνια πριν ξεκινήσει η κρίση η Ελλάδα επέλεξε να κάνει μια στροφή και να δώσει βάρος στον τριτογενή τομέα. Ο πρωτογενής τομέας, στον οποίο για χρόνια στηριζόμασταν, εγκαταλείφθηκε και κάπως έτσι από αγροτική χώρα γίναμε χώρα υπηρεσιών, με τον τουρισμό να παίζει τον μεγαλύτερο ρόλο σε αυτή τη μετάλλαξη. Το πραγματικό όμως ερώτημα είναι κατά πόσο θα μπορέσουμε να παραμείνουμε χώρα υπηρεσιών.
Ακούγεται παντού, από συζητήσεις σε καφενεία μέχρι σε διεθνή φόρα, ότι ο τουρισμός αποτελεί τη βαριά βιομηχανία μας και ένα συγκριτικό πλεονέκτημα για την Ελλάδα, κι ως ένα σημείο αυτό αληθεύει. Οι συνολικότερες συνθήκες που υπάρχουν στην Ελλάδα την καθιστούν ένα υπέροχο προορισμό για αναψυχή.
Όμως αντίστοιχο συγκριτικό πλεονέκτημα είναι και η ποιότητα των ελληνικών προϊόντων που προέρχονται από την ύπαιθρο. Ο πολιτισμός, η ναυτιλία, οι δυνατότητες για την παραγόμενη ενέργεια, όλα τα παραπάνω μπορούν εν δυνάμει να αποτελέσουν συγκριτικά πλεονεκτήματα αν αξιοποιηθούν κατάλληλα.
Όμως όλοι αυτοί οι τομείς, με εξαίρεση τη ναυτιλία, έρχονται δεύτεροι όταν ανοίγουμε συζήτηση για τον πρωτογενή τομέα. Οι αιώνες εμπειρίας που υπάρχουν, η δυνατότητα αξιοποίησης σύγχρονων μηχανημάτων που θα βοηθούν στην καλλιέργεια, αλλά και τα άριστα προϊόντα της ελληνικής γης κάνουν ξεκάθαρο ότι ο πρωτογενής τομέας είναι το βασικό συγκριτικό πλεονέκτημά μας.
Ο μαρασμός ήρθε σχεδιασμένα
Τα προϊόντα που προέρχονται από την ελληνική ύπαιθρο έχουν διεθνώς αναδειχτεί για την άριστη ποιότητά τους και σε πάρα πολλές περιπτώσεις και για την ιατρική χρησιμότητά τους. Πριν από λίγο καιρό είχαμε πραγματοποιήσει συνέντευξη με τον κ. Μόσχο Πολυσίου, ομότιμο καθηγητή του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος ανέδειξε όχι μόνο την ποιότητα των ελληνικών προϊόντων, αλλά και την αντιμικροβιακή και αντιοξειδωτική δράση τους. Βάσει αυτών είναι απορίας άξιο για ποιο λόγο βλέπουμε την ελληνική αγροτιά να μαραζώνει.
Η Ε.Ε., μέσα από πολιτικές που προώθησε και τις οποίες αποδέχτηκαν διαχρονικά οι ελληνικές κυβερνήσεις, οδήγησε σε αδιέξοδο χιλιάδες αγρότες. Γι’ αυτό παρατηρούμε κάθε χρόνο τους αγρότες να βγαίνουν στον δρόμο και να κλείνουν τις εθνικές οδούς, να πετούν τόνους προϊόντων και να διαμαρτύρονται για την υπάρχουσα κατάσταση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα έναν χρόνο πριν μπει στην ΕΟΚ, στη σημερινή Ε.Ε., είχε καταφέρει να έχει πλεόνασμα ύψους 9 δις δραχμές στο αγροτικό ισοζύγιο, ενώ 30 χρόνια αργότερα, εν έτει 2010, να έχει έλλειμμα ύψους 3 δις ευρώ.
Η πραγματικότητα πολλές φορές είναι αδυσώπητη και μας ταρακουνά σε τέτοιο βαθμό, που είναι εγκληματικό να μη βλέπουμε την αλήθεια. Έχουμε μετατραπεί σε έναν μαζικό εισαγωγέα αγροκτηνοτροφικών προϊόντων, ενώ όχι μόνο μπορούμε να έχουμε αυτάρκεια, αλλά παράλληλα έχουμε και τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουμε εξαγωγές. Είναι εξωφρενικό ότι ακόμα και σε αγαθά που η Ε.Ε. είχε έλλειψη μας επιβλήθηκε ποσόστωση παραγωγής με αποτέλεσμα όποιος παρήγαγε παραπάνω να υποβάλλεται σε πρόστιμα.
Φυσικά οι οδηγίες που διαμόρφωσαν αυτό το σκηνικό έχουν όνομα. Η ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική) η οποία επιβλήθηκε είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση ενός ολόκληρου τομέα. Πράγματι μια ενιαία αγροτική πολιτική για την αγορά ήταν αναγκαία και αργά ή γρήγορα θα δημιουργούνταν. Όμως με τον τρόπο που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα δημιούργησε ζητήματα πλέον μη αναστρέψιμα. Ο πρωτογενής τομέας σφάχτηκε στο γόνατο και πλέον αναζητούνται λύσεις.
Ανάγκη να απαντήσουμε στις νέες συνθήκες
Με την προϋπόθεση ότι οι πολιτικές που ακολουθούνται στον πρωτογενή τομέα θα παραμείνουν ως έχουν, η ελληνική αγροτιά πρέπει να βρει εναλλακτικές προκειμένου να επιβιώσει. Έχουν περάσει ανεπιστρεπτί οι εποχές όπου «θα τρώμε με χρυσά κουτάλια», όπως κάποτε μας υποσχόταν ο εθνάρχης Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Σήμερα αυτό που διακυβεύεται για τη χώρα είναι να βρει τα πατήματά της και να βρεθεί σε μια ρότα στην οποία θα μπορεί να παράγει και να εξάγει με υγιή τρόπο. Η συγκυρία μάλιστα βοηθά σε αυτό, καθώς όλο και περισσότεροι νέοι άνθρωποι ελεώ κρίσης εγκαταλείπουν τα αστικά κέντρα και επιστρέφουν στο πατρικό τους προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής.
Ευνόητο είναι ότι αυτές οι αλλαγές δεν πρέπει να γίνουν με την παραδοσιακή και εν πολλοίς αποτυχημένη προσέγγιση. Πρώτα και κύρια πρέπει να δημιουργηθεί μια νέα αντίληψη, να δημιουργηθούν συνεταιριστικές δομές και να δοθεί ώθηση στη συνεργατικότητα. Παράλληλα ο πρωτογενής τομέας πρέπει να συνδεθεί με την καινοτομία, να εκσυγχρονιστούν τα μέσα και τα εργαλεία παραγωγής και φυσικά να αποκτηθούν επαφές και επιχειρηματικές σχέσεις με άλλους τομείς. Ο τουρισμός και η μεταποίηση μπορούν να συμβάλουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Το υπουργείο από τη μεριά του οφείλει να χαράξει στρατηγική ώθησης του Έλληνα στον πρωτογενή τομέα και παράλληλα οι περιφέρειες να αναλάβουν πρωτοβουλίες, κυρίως βοηθητικές προς τους νέους που θα επιχειρήσουν στις περιοχές τους: από το να αναρτήσουν προϊόντα προς καλλιέργεια ανά περιοχή μέχρι και να διαθέτουν γεωπόνους που θα επιβλέπουν και θα συμβουλεύουν όπου κρίνεται αναγκαίο. Πρέπει να εκμεταλλευτούμε δυναμικές καλλιέργειες σε μειονεκτικές ορεινές εκτάσεις έτσι ώστε να πάρουμε το καλύτερο ποιοτικά αποτέλεσμα και παράλληλα να έχουμε οικονομικό όφελος σε απομακρυσμένες περιοχές.
Τη δεκαετία των «παχιών αγελάδων» φαγώθηκαν κονδύλια χωρίς κανέναν έλεγχο. Φτάσαμε στο σημείο να οργώνουν τα χωράφια με Cayenne. Αυτό φυσικά δεν ισχύει για την πλειονότητα των αγροτών, αλλά είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε. Οι εποχές αυτές καλώς ή κακώς έχουν τελειώσει. Μια νέα επιχειρηματική προσέγγιση είναι απαραίτητη και είναι καιρός δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις προκειμένου να αναπτυχθεί υγιώς. Άρα λοιπόν το πραγματικό ερώτημα, όπως ειπώθηκε και στην αρχή του άρθρου, είναι κατά πόσο θα μπορέσουμε να παραμείνουμε χώρα υπηρεσιών.
Απόστολος Ζαβιτσάνος,
Δημοσιογράφος-«Στέντορας»
Πηγή: ΣΤΕΝΤΟΡΑΣ