Αφού φορέσαμε και τη γραβάτα, κανονίσαμε πότε θα βγούμε από τα μνημόνια και περάσαμε σε μία νέα εποχή, όπως μας ενημέρωσε ο πρωθυπουργός, το μόνο που έλειπε ήταν ένα ταξίδι για προσέλκυση επενδύσεων. Τα ταξίδι έγινε, κι έγινε στην Αγγλία και στο περίφημο City, οικονομετρικό κέντρο βαρύνουσας σημασίας στον κόσμο. Το έργο του πρωθυπουργού άλλωστε δεν πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο αν λάβουμε υπ’ όψιν μας τις τελευταίες εξελίξεις, αλλά και την αισιοδοξία που πηγάζει από την κυβέρνηση.
Όμως τα «χαρμόσυνα» νέα δεν έρχονται μόνο από το εσωτερικό, αλλά, όπως φαίνεται, οι εκπλήξεις έρχονται και από την άλλη μεριά του Ατλαντικού. Μέσα στο κλίμα της εξόδου από την κρίση και τα μνημόνια και με τις αποφάσεις του Γιούρογκρουπ να επηρεάζουν –όπως είναι φυσικό– τον τρόπο που βλέπουν οι αγορές την Ελλάδα, ο αμερικανικός οίκος Standard & Poor’s προχώρησε το βράδυ της Δευτέρας σε αναβάθμιση κατά μία βαθμίδα (από B σε Β+) της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας. Στο ίδιο κλίμα και η έκθεση αξιολόγησης του Moody’s, που αναφέρει ότι η ελάφρυνση του χρέους που αποφασίστηκε στο Γιούρογκρουπ σηματοδοτεί την επιστροφή της χώρας στις αγορές με πολύ πιο χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες για τα επόμενα 10 χρόνια. Σύμφωνα με τον οίκο Moody’s, σε περίπτωση που δεν υπάρξει σημαντική ώθηση μέσω επενδύσεων, ο κίνδυνος της ύφεσης είναι ορατός.
Γυρνώντας όμως στη Γηραιά Αλβιώνα και στο εκεί ταξίδι του πρωθυπουργού, μαθαίνουμε ότι ο κ. Τσίπρας συναντήθηκε με παράγοντες της επενδυτικής κοινότητας, εκπροσώπους του City και Έλληνες επιστήμονες και ερευνητές. Εκεί ο κ. Τσίπρας ζήτησε να αξιοποιηθεί το θετικό momentum της ελληνικής οικονομίας για να στηριχθεί η δυναμική ανάκαμψη της χώρας. Παράλληλα στη συνάντηση που είχε με τους Έλληνες επιστήμονες σημείωσε ότι «η Ελλάδα μπορεί να αναδειχθεί σε χώρα-σταθμό για την επιστημονική έρευνα, τις νέες τεχνολογίες, τις νεοφυείς επιχειρήσεις, τα νέα συνεργατικά εγχειρήματα. (…) Η χώρα μας παράγει λαμπρούς νέους επιστήμονες, πολλοί εκ των οποίων διακρίνονται σε ιδιαίτερα απαιτητικούς τομείς της ακαδημαϊκής γνώσης και της αγοράς».
Το ενδιαφέρον συνολικότερα της κυβέρνησης για τις επαφές και τις εξελίξεις με τους υποψήφιους επενδυτές είναι μεγάλο. Άλλωστε η επίσκεψη του πρωθυπουργού στο City θεωρείται από μόνη της ένα ύψιστο γεγονός με ιδιαίτερη σημειολογία.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τον πρωθυπουργό συνόδεψαν τρία στελέχη του οικονομικού επιτελείου, ο κ. Γιώργος Χουλιαράκης, αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, ο κ. Δημήτρης Λιάκος, υφυπουργός Επικρατείας (ο οποίος έχει μία πορεία στον χρηματοπιστωτικό τομέα, έχει διατελέσει προϊστάμενος του Γραφείου Οικονομικής Πολιτικής του Πρωθυπουργού και είχε συντονιστικό ρόλο στη διαπραγμάτευση της ελληνικής κυβέρνησης με την Κομισιόν και το ΔΝΤ εκ μέρους του Γραφείου του Πρωθυπουργού), και ο διευθυντής του Οικονομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού Γιώργος Τσίπρας (ο οποίος έχει διατελέσει και πρώην γραμματέας του ΥΠΕΞ), ο οποίος πρόσφατα σε συνέντευξή του ανέφερε ότι «η απόφαση του Γιούρογκρουπ είναι για μας διαβατήριο για να πούμε στους επενδυτές τι θέλουμε να πετύχουμε την επόμενη μέρα. (…) Κύριο μέλημά μας στο εξής πρέπει να είναι πώς θα πείσουμε τους ξένους επενδυτές να έρθουν στη χώρα μας προκειμένου να πετύχουμε τον διπλό στόχο, ανάπτυξη και απασχόληση. Θέλουμε να δείξουμε τα πολλά επιτεύγματα της περιόδου, όπως και να περιγράψουμε πώς βλέπουμε το μέλλον».
Στην Ελλάδα δεν επενδύουν ούτε οι Έλληνες
Αφού λοιπόν το Μαξίμου ζει σε ρυθμούς Αγγλίας, ήρθαν κάποια στοιχεία από τη Ρουμανία που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σύμφωνα με τα στοιχεία, εντός του 2017 ιδρύθηκαν 410 νέες εταιρίες ελληνικών συμφερόντων στη γείτονα χώρα. Το επενδυμένο ελληνικό κεφάλαιο υπερέβαινε τα 1,81 δις ευρώ, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην 7η θέση (μετά την Ολλανδία, την Αυστρία, τη Γερμανία, την Κύπρο, τη Γαλλία και την Ισπανία) μεταξύ των χωρών που επένδυσαν. Το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων εκτιμά ότι η αξία των ελληνικών επενδύσεων στη Ρουμανία –εάν σε αυτές συνυπολογιστούν και οι επενδύσεις των θυγατρικών των ελληνικών οίκων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες (πχ. στην Κύπρο, στην Ολλανδία και αλλού)– αγγίζει και ενδεχομένως υπερβαίνει τα 4 δις ευρώ, κατατάσσοντας τη χώρα μας στην 5η ή 6η θέση μεταξύ των ξένων επενδυτών.
Το εν λόγω στοιχείο είναι ενδεικτικό γιατί φανερώνει αυτό που κατανοούν οι επιχειρηματίες, αλλά κανείς σχεδόν δεν το λέει. Η κρίση είναι ακόμα εδώ με ή χωρίς μνημόνια. Η στασιμότητα των επενδύσεων είναι απότοκος της πραγματικότητας και δείχνει ακριβώς αυτό. Άλλωστε οι μόνες σημαντικές επενδύσεις που έγιναν ήταν κυρίως στον τουριστικό κλάδο (όπου η πραγματική επίπτωση στην απασχόληση δεν είναι μακροπρόθεσμη), που καθορίζονται από τα παιχνίδια και τις διαθέσεις των μεγάλων tour operators και ως εκ τούτου είναι ιδιαίτερα ευάλωτες. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι όποτε ακούσαμε για μεγάλες επενδύσεις ήταν τα ξένα κεφάλαια που έρχονταν για να πάρουν κοψοχρονιά τα διάφορα φιλέτα.
Ο κ. Τσίπρας μπορεί να ισχυρίστηκε ότι τα μνημόνια τελείωσαν, και τυπικά αυτό ισχύει. Ουσιαστικά όμως θα συνεχιστούν και αυτό επιβεβαιώθηκε στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής, όπου οι στόχοι (πρωτογενές πλεόνασμα, εξυπηρέτηση χρέους, ιδιωτικοποιήσεις, φορολογικά έσοδα κ.λπ.) παραμένουν πάντα εξαιρετικά υψηλοί (και ιδιαίτερα αυτοί που αφορούν τη μακροχρόνια επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ και μεσοσταθμικού ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ άνω του 2% είναι πρακτικά ανεδαφικοί). Αυτό ακριβώς αναγνωρίζουν οι διεθνείς επενδυτές και γι’ αυτό τον λόγο δεν έχουν τη διάθεση να επενδύσουν σε μία παραπαίουσα χώρα.
Απόστολος Ζαβιτσάνος,
Δημοσιογράφος – «Στέντορας»
Πηγή: ΣΤΕΝΤΟΡΑΣ