i-genia-masΑνάσες βαριές κι ανασφαλείς που κόπηκαν στα δυο, ανάμεσα στα ερείπια μιας αλλοτινής ροής... Σκέψεις που δείλιασαν να ενηλικιωθούν, μήπως προδώσουν την ίδια τους την ύπαρξη... Σώματα μουδιασμένα, σε τόπο ψυχρό και χρόνο άδειο... Μάτια κενά, σαν σκοτεινές σπηλιές, να κοιτούν έναν ορίζοντα γυμνό νοήματος.... Χέρια υψωμένα να αναζητούν τον στόχο της γροθιάς, χωρίς ελπίδα... Χέρια προτεταμένα, έτοιμα να ξοδέψουν το χάδι τους, σε ένα ταμείο χωρίς αντάλλαγμα ή ρέστα... Καπνός από πικρά τσιγάρα, γέμισε τούτη την ψυχή και της στερεί τα βήματά της... Φτηνά ποτά κέρασε η κοινωνία, η μητριά, και μια θηλιά αγάπης η μάνα...

Δρόμοι υγροί, πασπαλισμένοι με τα θρύψαλα της βιτρίνας μιας ζωής... Φλόγες απρόσωπες να φορούν κουκούλα ή κράνος, να καιν την ήδη καμμένη γη... Ελπίδες ψεκασμένες σαν κατσαρίδες και όνειρα θρυμματισμένα στη σόλα μιας μαύρης μπότας... Μίσος κι οργή ορφάνεψαν νωρίς και διαπερνούν με ορμή και δίχως προορισμό, τις κλειδωμένες πόρτες, τα βρώμικα παρμπρίζ, τις σιδεριές και τα λευκά πρόσωπα...

Κελιά από τσιμέντο να ευνουχίζουν την ορμή, κρατώντας για μαχαίρι μιαν οθόνη και δυο βολικά μαξιλάρια... Τέσσερις τοίχοι να υπόσχονται μάχες που δεν θα δοθούν ποτέ και θαλπωρή νοθευμένη από τον φόβο... Γεμίσανε οι οθόνες αγαθά με αντικαταβολή την οδύνη του ανέφικτου... Παπλώματα που σκέπασαν όνειρα μεταλλαγμένα, χτισμένα από πλαστικό, σίδερο και γυαλί... Άνθρωποι που απόμειναν να ακούν και μονάχα να μιλούν σε σομόν υφάσματα και φωτιστικά δαπέδου... Καταραμένη η διασταύρωση της ιστορίας που άφησε τα λόγια να περάσουν αριστερά και τις πράξεις από την άλλη πλευρά...Χώρισαν οριστικά τα χέρια κι ο νους από τις πράξεις και την σκέψη...

Κι όμως... Οι ρωγμές έχουν μάθει να κρατούν στιβαρά τη θέση τους... Στις κατεβασμένες γρίλιες αντιστέκονται πάντα κάποιες πεισματάρες χαραμάδες... Στα σκοτεινά δωμάτια εισβάλλει σαν έρωτας παράνομος μια ακονισμένη φωτεινή αχτίδα, να χαρακώσει το αδιέξοδο, να ανταμώσει της σκόνης τους κόκκους, παίρνοντας σχήμα και μορφή... Σκιές να αναρωτιούνται γιατί είναι καταδικασμένες να αναζητούν το φως, ως όρο επιβίωσης... Τοίχοι απομόνωσης να στέκουν μα να γκρεμίζονται εκ των έσω, με λίγη μπογιά, μια σχεδόν άυλη γυναικεία μορφή κι ένα ασπρόμαυρο τρένο...

Κι όμως... Τα χάδια γεννιούνται σε ζευγάρια και οι ελπίδες βυζαίνουν την πραγμάτωση... Τα όνειρα διεκδικούν μια θέση στην παλάμη, εκεί που ξαπόσταιναν κάποτε οι παιδικοί μας βόλοι... Οι δρόμοι χαράχτηκαν από τα βήματα και οι βιτρίνες εξέθεσαν κούκλες φτιαγμένες από αναπνοές και ζεστά φιλιά... Οι φλόγες ξεπηδούν απρόσκλητες, να κάψουν όσους δεν πίστεψαν, όσους δεν άκουσαν κι όσους δεν είδαν... Στα μεταίχμια του χρόνου, χανόμαστε μα και βρισκόμαστε... Καμιά φορμόλη δεν κράτησε ολόκληρες γενιές... Καμιά ζωή δεν χάθηκε στη μετάφραση...

Και κάπως έτσι, κυρίες και κύριοι, σας συστήνω τη γενιά μου...

Ιάσονας Κάντας

Πηγή:enfo.gr

Μοιραστείτε το

Submit to DeliciousSubmit to DiggSubmit to FacebookSubmit to Google PlusSubmit to StumbleuponSubmit to TechnoratiSubmit to TwitterSubmit to LinkedIn