Αυτή η άτιμη η ελπίδα. Σε φέρνει τόσο κοντά στον θάνατο όσο σε σώζει κι από αυτόν. Την κοιτάς κατάματα όταν τα ακροδάχτυλα σου βρίσκονται στο χείλος. Κι από κάτω τίποτα. Κενό. Μιλάω για την ελπίδα που παραμένει ακλόνητη, ζωντανή μπροστά σε σεισμούς και κατολισθήσεις. Για την ιερή αυτή πεποίθηση, που ζει στο μέσα σου σαν τρεμοπαιζόμενο καντήλι, πως η καταιγίδα θα κοπάσει. Πως οι μπουνιές που σου έστειλε η ζωή κάποια στιγμή θα φτάσουνε στο όριο. Μα εσύ τα όρια σου τα ξεπέρασες και ξέμεινες από αντοχές. Συνεχίζεις να τσαλαβουτάς στη λάσπη γιατί πιστεύεις στη δύναμή της. Αναρωτιέσαι αν είσαι δυνατός ή απλά άτυχος. Κι εγώ σου λέω ότι είσαι διαλεχτός. Επιλέχθηκες να κουβαλάς την σκυτάλη της ελπίδας για να την παραδώσεις στον επόμενο.
Να την κρατάς σφιχτά στα χέρια σου, γιατί είναι πολλές οι αναταράξεις και μπορεί να ξεγλιστρήσει. Και είναι ότι πιο ισχυρό διαθέτεις γιατί σε παρακινεί να κάνεις άλλο ένα βήμα. Να μην το βάλεις κάτω όταν όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο πάτωμα. Να την ακούς την ελπίδα εκείνα τα βράδια που σου ψιθυρίζει λόγια υπομονής. Είναι λόγια αληθινά. Τώρα δεν το βλέπεις. Της θυμώνεις και την αμφισβητείς. Τις ρίχνεις ευθύνες για τις ματωμένες σου πληγές. Μα αυτή είναι ο λόγος που είσαι ακόμα εδώ κι ας προσπαθήσαν να σε ξεριζώσουν.
Μην τα παρατάς. Το οφείλεις στα υγρά σου μάτια που μπορούν να δουν αυτά που άλλοι όχι. Στα χτυπημένα χέρια σου από τις γροθιές στον τοίχο. Στο χαμόγελο που φόρεσες αλλά δεν ένιωσες. Στις στιγμές που κρύωνες στη ζέστη. Σ’ αυτήν την άτιμη την ελπίδα που φωτίζει το σκοτάδι σου. Σε σένα.
Αναστασία Λαντζουράκη
Πηγή: enfo.gr