Στη σημερινή εποχή η αγορά εργασίας είναι ένας μαραθώνιος και οι επίδοξοι εργαζόμενοι πρέπει να είναι ταυτόχρονα δρομείς ταχύτητας και αντοχής, πράγμα εξόχως σπάνιο και δύσκολο, παρ’ όλα αυτά απαραίτητο. Σε αυτή την ήδη δύσκολη κατάσταση η θέση της γυναίκας δυσχεραίνεται ακόμα περισσότερο, όσο κι αν κάτι τέτοιο δεν δικαιολογείται, ειδικά στη σημερινή κοινωνία. Οι γυναίκες δεν αντιμετωπίζουν περισσότερες δυσκολίες πρόσληψης σε σχέση με τους άντρες, αλλά δυσκολίες ανέλιξης και προαγωγής στον χώρο εργασίας, ενώ ακόμα είναι φανερό το μισθολογικό χάσμα μεταξύ τους σε ορισμένες θέσεις. Αυτά τα φαινόμενα αφορούν σε πολλούς κλάδους και πολλές περιπτώσεις.
Στον χώρο των επιχειρήσεων, σύμφωνα με την International Business Report της Grant Thornton, το ποσοστό των γυναικών σε διοικητικές ομάδες παγκοσμίως έχει αυξηθεί μόλις 1% το τελευταίο έτος, από 24% το 2016 σε 25% το 2017. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα παρατηρήθηκε σημαντική μείωση του ποσοστού των γυναικών σε διοικητικές θέσεις από 27% σε 20% φέτος, πράγμα που κατατάσσει τη χώρα μας στις τελευταίες 10 χώρες της λίστας. Ταυτόχρονα το συγκεκριμένο ποσοστό είναι το χαμηλότερο ποσοστό που έχει σημειώσει η Ελλάδα από το 2011. Το μόνο θετικό στοιχείο της έρευνας είναι ότι μειώθηκε κατά 2% το ποσοστό των επιχειρήσεων που δεν απασχολούν καθόλου γυναίκες, το οποίο πλέον ανέρχεται στο 27%, που είναι πολύ χαμηλότερο του παγκόσμιου μέσου όρου, που ανέρχεται στο 34%.
Στον χώρο της εκπαίδευσης οι θέσεις που καταλαμβάνονται από γυναίκες είναι σχεδόν προκαθορισμένες και φτάνουν σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο. Οι γυναίκες καταλαμβάνουν πάνω από το 70% των θέσεων στους κλάδους του ανθρώπινου δυναμικού των βιβλιοθηκών, των φοιτητικών υποθέσεων, της πανεπιστημιακής έρευνας και των δημόσιων σχέσεων. Αντίθετα οι άντρες ελέγχουν τα χρήματα, τα κτήρια και τα συμβόλαια ερευνών. Στη Μεγάλη Βρετανία μόλις το 1/5 των πανεπιστημίων διοικούνται από γυναίκα πρύτανη, παρόλο που το ποσοστό των γυναικών που αναλαμβάνει διοικητικά καθήκοντα έχει αυξηθεί από το 2013 έως το 2016 κατά 29%. Ωστόσο οι αλλαγές δεν είναι τόσο εμφανείς. Τι εμποδίζει επομένως ικανότατες γυναίκες να αναλαμβάνουν ηγετικές θέσεις;
Ένας πρωταρχικός λόγος είναι η πίεση που προέρχεται από το ανδρικό φύλο. Πιο συγκεκριμένα, οι γυναίκες που ασχολούνται με την καριέρα τους και θέτουν υψηλούς στόχους θεωρούνται συχνά υπερβολικά φιλόδοξες. Ακόμα, πολύ συχνά τους ασκείται πίεση να επιλέξουν θέσεις και να αναλάβουν καθήκοντα που επικεντρώνονται στη διδασκαλία και σε συναφή αντικείμενα, γιατί είναι πιο εύκολο να συμμορφωθούν στις υποδείξεις που τους γίνονται σε σχέση με τους άντρες, οι οποίοι πιθανότατα θα αρνηθούν. Ένας ακόμη σημαντικός λόγος είναι οι πολλές ώρες εργασίας.
Πολλές γυναίκες πρέπει να ισορροπήσουν μεταξύ οικογενειακής και εργασιακής ζωής και, για να το καταφέρουν αυτό, πρέπει να μειώσουν τις ώρες εργασίας τους, πράγμα που τις απομακρύνει πολύ συχνά από το να διεκδικήσουν μία υψηλότερη θέση.
Επιπλέον, εξέχουσα σημασία στη διαδικασία ανέλιξης ενός εργαζομένου έχει η αναγνώριση των ηγετικών του ικανοτήτων. Οι γυναίκες πολύ συχνά θεωρείται ότι υπολείπονται σε ηγετικές ικανότητες σε σχέση με τους άντρες συναδέλφους τους, κάτι το οποίο είναι ξεκάθαρα μία προκατάληψη, η οποία πρέπει να καταρριφθεί. Σε πολλές περιπτώσεις εκτιμάται περισσότερο η αυτοπεποίθηση σε σχέση με την αυτοεπίγνωση και προτιμώνται τα γρήγορα και εύκολα αποτελέσματα από μία διαδικασία λήψης αποφάσεων που διαρκεί περισσότερο και λαμβάνει υπόψη και τις απόψεις της μειοψηφίας.
Το άλλο φλέγον ζήτημα που είναι άρρηκτα συνυφασμένο με τη θέση της γυναίκας στην αγορά εργασίας είναι το μισθολογικό χάσμα. Στον χώρο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης συγκεκριμένα, σύμφωνα με έρευνα που δημοσίευσε το CUPA-HR, οι γυναίκες σε διοικητικές θέσεις κερδίζουν 80 cents ανά δολάριο συγκριτικά με τους άντρες συναδέλφους τους. Η διαφορά αυτή έχει μειωθεί κατά 3 cents από το 2001. Η μισθολογική διαφορά μεταξύ αντρών και γυναικών φαινόταν να μειώνεται πιο γρήγορα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 2000-2010, η οικονομική κρίση όμως είχε επιπτώσεις και σε αυτό τον τομέα.
Το 2016 οι γυναίκες κατείχαν περίπου το 50% των διοικητικών θέσεων, αλλά το ποσοστό των γυναικών μειώνεται δραματικά όταν πρόκειται για θέσεις αυξημένου κύρους, οι οποίες είναι παραδοσιακά συνδεδεμένες με υψηλότερους μισθούς. Ωστόσο η έρευνα αποκαλύπτει ένα ενδιαφέρον δεδομένο: στις υψηλότερες θέσεις, όπου οι γυναίκες αποτελούν τη μειοψηφία, οι γυναίκες που κατέχουν αυτές τις θέσεις απολαμβάνουν μικρότερες μισθολογικές διαφορές σε σχέση με τους άντρες, ενώ σε μερικές θέσεις πληρώνονται και περισσότερο από αυτούς. Πρόκειται στην ουσία για μία προσπάθεια να ενισχυθεί η γυναικεία παρουσία σε θέσεις όπου υπο-εκπροσωπείται με την παροχή μεγαλύτερων αμοιβών. Αλλά αυτή η προσπάθεια δεν αφορά σε όλες τις θέσεις και σε όλες τις περιπτώσεις.
Μπορεί τα παραπάνω στοιχεία να αφορούν τις Η.Π.Α., η κατάσταση όμως στην Ελλάδα δεν είναι πιο ευχάριστη. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, η μισθολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων φτάνει το 15%, ενώ η διαφορά των συνολικών αποδοχών ανέρχεται στο 45,2% την ώρα που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος βρίσκεται στο 41,1%, και λαμβάνει υπόψη τρία μειονεκτήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες: α. χαμηλότερες ωριαίες αποδοχές β. λιγότερες ώρες εργασίας σε έμμισθες θέσεις εργασίας και γ. χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης. Ως αιτία για αυτή τη διαφορά μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι οι θέσεις διοίκησης και εποπτείας καταλαμβάνονται κυρίως από άντρες, οι οποίοι παίρνουν συχνότερα προαγωγή, ενώ οι γυναίκες συχνά αναλαμβάνουν άμισθα καθήκοντα, όπως το νοικοκυριό, τη φροντίδα των παιδιών ή συγγενικών προσώπων, με αποτέλεσμα να αναγκάζονται να μειώσουν τις ώρες εργασίας τους. Τέλος, καταγράφεται διαχωρισμός στην εκπαίδευση και στην αγορά εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι οι γυναίκες προορίζονται για συγκεκριμένες θέσεις και υπο-εκπροσωπούνται σε άλλες.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία είναι δείκτες της αδυναμίας της σημερινής κοινωνίας να χωνέψει και να αφομοιώσει την εργασιακή ισότητα μεταξύ των δύο φύλων, καθώς υπάρχουν κάποιοι παράγοντες που αντιστέκονται σθεναρά. Ωστόσο σημειώνεται κάποια πρόοδος αργά και σταθερά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι ικανοποιητική. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι βρισκόμαστε στο 2017, ότι οι συνθήκες της κοινωνίας μας έχουν αλλάξει ριζικά σε πολλούς τομείς και πλέον η εργασιακή ισότητα δεν θα έπρεπε να είναι το ζητούμενο, αλλά ένα δεδομένο.
Ελίζα Σακκά, Team Leader Citycampus.gr